- πωλεύειν
- πωλεύωbreak in a young horsepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλεύω — Α [πῶλος] 1. δαμάζω, εκγυμνάζω πουλάρι («πωλεύειν παιδεύειν πώλους», Ησύχ.) 2. (γενικά) εκγυμνάζω νεαρό ζώο σε κάτι («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.) … Dictionary of Greek